λιποτάκτης

λιποτάκτης
ο
1) дезертир; 2) перен. отступник, ренегат

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λιποτάκτης" в других словарях:

  • λιποτάκτης — deserter masc nom sg λιποτακτέω desert one s post imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιποτάκτης — Στρατιώτης που εγκαταλείπει παράνομα και χωρίς άδεια τις τάξεις του στρατού. Η πράξη του λ. ονομάζεται λιποταξία και τιμωρείται από τον Στρατιωτικό Ποινικό Νόμο. Μεταφορικά λ. καλείται εκείνος που εγκαταλείπει τον ιδεολογικό αγώνα. * * * ο (Α… …   Dictionary of Greek

  • λιποτάκται — λιποτάκτης deserter masc nom/voc pl λιποτάκτᾱͅ , λιποτάκτης deserter masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιποτακτῶν — λιποτάκτης deserter masc gen pl λιποτακτέω desert one s post pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιποτάκταις — λιποτάκτης deserter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιποτάκτην — λιποτάκτης deserter masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • λιποτακτώ — (AM λιποτακτῶ, έω) [λιποτάκτης] εγκαταλείπω αυθαίρετα και αδικαιολόγητα τις τάξεις τού στρατού όπου υπηρετώ, γίνομαι λιποτάκτης νεοελλ. μσν. εγκαταλείπω τους συναγωνιστές μου σε μια κοινή προσπάθεια ή σε έναν ιδεολογικό αγώνα …   Dictionary of Greek

  • λιποτάκτας — λιποτάκτᾱς , λιποτάκτης deserter masc acc pl λιποτάκτᾱς , λιποτάκτης deserter masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφανής — ές (AM ἀφανής, ές) 1. αυτός που δεν είναι ορατός, που δεν φαίνεται, ο αθέατος 2. άσημος, μη ένδοξος, μη φημισμένος αρχ. 1. (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το πτώμα δεν βρέθηκε μετά τη μάχη 2. αόρατος, κρυμμένος, ακατάληπτος, μυστικός 3.… …   Dictionary of Greek

  • δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»